κουδαρίτικος

κουδαρίτικος
και κουδαρίστικος και (στη Σκιάθο) κουδίτικος, -η, -ο [κούδαρος]
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουδαρίτικα ή κουδαρίστικα
η συνθηματική γλώσσα τών κουδάρων ή κουδαραίων, τών πλανόδιων παραδοσιακών οικοδόμων τής Ηπείρου, κυρίως από την Κόνιτσα και τα Τζουμέρκα τής Δυτικής Μακεδονίας, αλλά και άλλων περιοχών, τής Θεσσαλίας και τής Στερεάς κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”